- ευστέφανος
- εὐστέφανος, -ον (ΑΜ) (A και ἐϋστέφανος, -ονο στολισμένος ωραία με στεφάνι, ο καλά στεφανωμένος (α. «ἐϋστέφανοι θεῶν θυσίαι», Αριστοφ.β. «οὐρανὸν εὐστέφανον τοῑς ἄστρασι γενέσθαι», Κ. Μανασσ.)αρχ.1. (ως επίθ. θεών, όπως τής Αρτέμιδος, τής Αφροδίτης κ.ά.) αυτός που έχει ωραίο στεφάνι, ωραίο διάδημα στο κεφάλι («ἐϋστεφάνου τ' Αφροδίτης», Ομ. Οδ.)2. (για λιβάδια) στεφανωμένος με άνθη3. (για πόλεις) στεφανωμένος, περιτριγυρισμένος με καλά τείχη4. (για πόλεις) αυτή από τη οποία προήλθαν πολλοί νικητές σε αγώνες.
Dictionary of Greek. 2013.